- σύγχυση
- η / σύγχυσις, -ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω]1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ.γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔδ. «σύγχυσιν ὅρων», Πλούτ.)2. διατάραξη τής ψυχικής ηρεμίας και τής πνευματικής γαλήνης, ψυχική ταραχή3. ταραχή, θόρυβος («καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις ὅλη τῆς συγχύσεως», επιγρ.)4. (σχετικά με λόγο) έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια, σε αντιδιαστολή με την ευκρίνεια («σύγχυση εννοιών»)νεοελλ.1. (νομ.) συσκοτισμός τής διάνοιας ή τής συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το έγκλημα καθώς βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση»)2. (νομ.) η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο τών ιδιοτήτων τού δανειστή και τού οφειλέτη3. (νομ.) η ένωση κινητών πραγμάτων κατά τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος τού οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. σύμμιξη4. ανάμιξη υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τη σύμμιξη, δηλαδή την μίξη στερεών σωμάτων5. φρ. α) «διανοητική σύγχυση»ιατρ. σύνδρομο οξείας, συνήθως παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από διαταραχή τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και ιδίως του προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο και τής μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσειςβ) «σύγχυση ειρήνης»(νομ.) διατάραξη τής κοινής ησυχίαςαρχ.1. δημιουργία μίγματος, σύμμιξη, ιδίως υγρών («ἡ τῶν ἄλλων σύγχυσις», Ιπποκρ.)2. σχηματισμός ένωσης3. ανατροπή4. καταστροφή, όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔβ. «ἐσομένην ἑώρων τοῡ κοινοῡ βίου σύγχυσιν», Διόδ.)5. πολιτική ταραχή και ακαταστασία, στάση (α. «σύγχυσις πολιτείας», Κικ.β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», Διόδ.)6. (σχετικά με συνθήκη ή συμφωνία) αναιρώ, παραβιάζω ή ματαιώνω (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», Πλάτ.β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.